προξενιό

προξενιό
το, Ν
βλ. προξενειό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προξενιό — προξενιό, το και προξενιά, η η μεσολάβηση για τη σύναψη συνοικεσίου, η μεσιτεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Les Fiançailles d'Anna — Données clés Titre original Το προξενιό της Άννας (To proxenió tis Ánnas) Réalisation Pandélis Voulgaris Scénario Pandélis Voulgaris Menis Koumantareas Pays d’origine …   Wikipédia en Français

  • Pantelis Voulgaris — (griechisch Παντελής Βούλγαρης); * 2. Oktober 1940 in Athen ist ein griechischer Filmregisseur. Neben Theo Angelopoulos ist er der bekannteste Vertreter des neuen griechischen Kinos. An der Athener Filmhochschule hat er Regie studiert.… …   Deutsch Wikipedia

  • Pantelis Voulgaris — Saltar a navegación, búsqueda Pantelis Voulgaris (en griego: Παντελής Βούλγαρης) es un director de cine griego nacido el 2 de octubre de 1940 en Atenas, que ha trabajado en más de cuarenta películas. Contenido 1 Carrera cinematográfica 2… …   Wikipedia Español

  • μαντατοφορία — η (Μ μαντατοφορία και μαντατοφοριά) [μαντατοφόρος] 1. το έργο τού μαντατοφόρου, μεταβίβαση ή ανακοίνωση μηνύματος 2. είδηση, μήνυμα, παραγγελία μσν. 1. (για ερωτικές υποθέσεις) μεσολάβηση, μεσιτεία, προξενιό 2. φρ. «ποιῶ (τὴν) μαντατοφορίαν»… …   Dictionary of Greek

  • προμνώμαι — άομαι, Α 1. κάνω προξενιό, προξενεύω («προμνησάμενη τῷ Ἀετίωνι τὴν θυγατέρα», Λουκιαν.) 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω κάποιον σε κάτι 3. (με δοτ.) προσπαθώ να πείσω κάποιον να κάνει κάτι 4. γεν. συνιστώ, συμβουλεύω («τοιαῡτα προμνᾱται ἑκάστου… …   Dictionary of Greek

  • προξενειό — και προξενιό, το, Ν 1. μεσολάβηση για συνοικέσιο, για αμοιβαία συγκατάθεση σύναψης γάμου 2. μεσολάβηση για σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. προξενώ] …   Dictionary of Greek

  • συμπεθεριά — η / συμπε(ν)θερία, ΝΜ [συμπέ(ν)θερος] 1. η εξ αγχιστείας συγγένεια 2. συνεκδ. συνοικέσιο, προξενιό …   Dictionary of Greek

  • συνοικέσιο — το, ΝΜΑ, και συνοικήσιον Α [συνοίκησις] νεοελλ. διαπραγμάτευση που γίνεται μέσω τρίτου ατόμου για σύναψη γάμου, προξενιό μσν. αρχ. 1. νόμιμη, ύστερα από γάμο, συγκατοίκηση άνδρα και γυναίκας 2. (ιδίως) γάμος …   Dictionary of Greek

  • Βούλγαρης, Παντελής — (Αθήνα 1940 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης στη Φίνος Φιλμ σε περισσότερες από 30 ταινίες. Εξαιρετικές υπήρξαν οι δύο πρώτες, μικρού μήκους ταινίες του, Κλέφτης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”